- αντιληπτεον
- ἀντιληπτέονadj. verb. к ἀντιλαμβάνω См. αντιλαμβανω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀντιληπτέον — one must take part in masc acc sg ἀντιληπτέον one must take part in neut nom/voc/acc sg ἀντιληπτέος one must take part in masc/fem acc sg ἀντιληπτέος one must take part in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek